κουλουμιάζω

κουλουμιάζω
και κουμουλιάζω [κουλούμι]
1. συσσωρεύω, σωριάζω πολλά πράγματα μαζί
2. κάνω κουλούμι γύρω από κλήμα αμπελιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουλουμώνω — κουλουμιάζω, συσσωρεύω, σωριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουμουλώνω, με αντιμετάθεση τών συμφώνων] …   Dictionary of Greek

  • κουλούμιασμα — το [κουλουμιάζω] συσσώρευση χώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”